Το Χωριό

Το μικρό όμορφο χωριό της Πιτσιλιάs, με τη μακραίωνη ιστορία και τα απαράμιλλης ομορφιάς μνημεία του.

Η Πλατανιστάσα, είναι ένα αμιγές Ελληνικό χωριό, της επαρχίας Λευκωσίας, στην καρδιά της κακοτράχαλης της γης, της ηρωογεννήτρας Πιτσιλιάς, στη βόρεια πλευρά του Τροόδους. Απέχει από τη Λευκωσία, αν θα πάει κανείς από τον δρόμο Λευκωσίας-Περιστερώνας-Ορούντας-Κάτω Μονής-Γεφυριού Παναγιάς, 58 χιλιόμετρα και 40 χιλιόμετρα, αν θα πάρει τον δρόμο Λευκωσίας – Ανθούπολης – Αγροκηπιάς- Γεφυριού Παναγιάς.

Η Πλατανιστάσα είναι κτισμένη, σε μέσο υψόμετρο 940 μέτρων. Το τοπίο, όπου είναι κτισμένο το χωριό, είναι τραχύ βουνίσιο, με στενές βαθιές κοιλάδες και απότομες βουνοκορφές, που το ύψος τους ξεπερνά τα 1000 μέτρα. Το όλο τοπίο είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού της Περιστερώνας Σερράχη.

Αρχαιολογικά ευρήματα και απομεινάρια, (όπως προχριστιανικοί τάφοι στην περιοχή του Δημοτικού Σχολείου και βωμός στο ύψωμα, πάνω από τα καφενεία, στο κέντρο του χωριού), μαρτυρούν πόσο βαθιά φθάνουν οι ρίζες του χωριού τούτου. Ομηρικές αυθεντικές λέξεις, όπως νόστος, ληνός, δόμη, δώμα, όρνιθα, αίγα, ρίφι, ρούς και άλλες, καθημερινές μέχρι σήμερα στην τοπολαλιά του χωριού, μαρτυρούν την ελληνικότητα του χωριού αυτού από τα βάθη της ιστορίας.

Απομεινάρια ερειπωμένων οικισμών στις περιοχές «Περάτηδες-Διποτάμια», «Βρύση της Ζιντήλας», «Άσπρη», «Μάραθος»και αλλού, μαρτυρούν την αδιάλειπτη διαχρονική κατοίκηση της περιοχής της κοινότητας Πλατανιστάσας.

Φράγκικα τοπωνύμια, όπως «Λουβαράς» (τόπος υδάτων), «Βίκλα» (Παρατηρητήριο), «Κλάδος του Ρουσιά» (από τον Φράγκο ευγενή Bernard De Riosser, διάσημο Ναύαρχο επί της βασιλείας της Καρλόττας, ονομαζόμενο στην Κυπριακή τοπολαλιά «Ντε Ρουσιά») και «Βασιλιάς», στη μέση του χωριού, αποδεικνύουν τη ζωή του χωριού κατά τη Φράγκικη δυναστεία στο νησί μας. Σύμφωνα με τον μεσαιωνικό χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο, το χωριό Πλατανιστάσα παραχωρήθηκε, μαζί με άλλα χωριά, τον Ιανουάριο του 1474 στον Γεώργιο Κονταρίνι, Κόμητα της Γιάφας,
που ήταν συγγενής της Βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο.

Σε παλαιούς χάρτες το χωριό Πλατανιστάσα ανευρίσκεται σημειωμένο ως «Platanista» ή «Piatanista».

Υπάρχουν τρεις εκδοχές ως προς την ονομασία του χωριού Πλατανιστάσα:

Πρώτη εκδοχή:
Αυτή είναι φυτώνυμη, από το δένδρο πλάτανος. Πλατανιστάσα σημαίνει τοποθεσία κατάφυτη από πλατάνια.

Δεύτερη εκδοχή:
Το χωριό πήρε το όνομά του από το «Παλάτι», το εξοχικό μέγαρο των Φράγκων ευγενών και της Βασιλικής οικογένειας που βρισκόταν στο κέντρο του σημερινού χωριού, στην περιοχή «Βασιλιάς». Πλατανιστάσα σημαίνει εδώ: Κώμη που στέκει γύρω από το Παλάτι. Παλατιστάσα-Πλατανιστάσα.

Τρίτη εκδοχή:
Η τρίτη εκδοχή είναι σχετική με το πεταλοειδές σχήμα του χωριού, που μοιάζει με πλατάνα. Πλατάνα είναι ένα πεταλοειδές μέταλλο που το τοποθετούσαν στο κάτω και πίσω μέρος των «ποδίνων», κυρίως των «τσαγκαροποδίνων», τοπικών υποδημάτων των κατοίκων της περιοχής Πιτσιλιάς στα περασμένα χρόνια.

O Σύνδεσμος Αποδήμων σας ξεναγεί στην Πλατανιστάσα

Το χωριό Πλατανιστάσα της επαρχίας Λευκωσίας, βρίσκεται σε υψόμετρο 3000 περίπου ποδών στην οροσειρά Μαδαρής – Παπούτσας, στην Περιφέρεια Πιτσιλιάς.

Οι κάτοικοι που μένουν τώρα στο χωριό είναι γύρω στους 150. Η αποψίλωση του πληθυσμού καθόλου δεν επηρεάζει τη γραφικότητα και τη γοητεία της περιβαλλοντικής και τουριστικής ελκυστικότητας του χωριού.

Αξιοθέατα, σημεία αναφοράς για την Πλατανιστάσα που αξίζει να τα δει ο επισκέπτης:

  1. Η εξαιρετικής καλλονής μοναδική στην Κύπρο πράσινη κοινοτική πλατεία στο κέντρο του χωριού, από την οποία οι χιλιάδες επισκέπτες απολαμβάνουν την πανοραμική θέα της προστατευόμενης καταπράσινης κοιλάδας του φυντουκοδάσους που απλώνεται κάτω από αυτήν.
  2. Ο μοναδικός στην Κύπρο πράσινος χώρος στάθμευσης, την άνοιξη χάρμα οφθαλμών, οι ολάνθιστοι αμυγδαλεώνες, αμέτρητες νύμφες, στο θέαμα των οποίων οι εκστασιαζόμενοι επισκέπτες μονολογούν: (όταν δεν είναι εδώ ο παράδεισος που αλλού μπορεί να είναι).
  3. Η βυζαντινή εκκλησία του Σταυρού του Αγιασμάτι, προστατευόμενο από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Ο επισκέπτης μπορεί να προμηθευτεί από το τοπικό αλλαντοποιείο αλλαντικά παραδοσιακού τύπου εξαιρετικής ποιότητας.

Η περιδιάβαση στο χωριό με τους γύρω δασώδεις λόφους, τα στενά γραφικά δρομάκια, τα μονοπάτια της φύσης και οι κοίτες των μικρών ποταμών, είναι μια ευκαιρία οικολογικής παραδοσιακής οικιστικής «απόλαυσης» και αναψυχής.

Πηγή:
Πρόεδρος Συνδέσμου Αποδήμων, κ. Φρίξος Κυριακίδης

Ολοκληρωμένα

Το κοινοτικό συμβούλιο Πλατανιστάσας, έχει θέσει σαν στόχο του, την μετατροπή του χωριού σε μια σύγχρονη και ανθρώπινη κοινότητα, που να μπορεί να προσφέρει στους κατοίκους της, όλες τις ανέσεις και διευκολύνσεις. Για την επιτυχία του στόχου αυτού, έχει ήδη αποπερατώσει αρκετά έργα υποδομής και εξωραϊσμού, που ήδη έχουν αλλάξει προς το καλύτερο την όψη της κοινότητας.

Μερικά από αυτά τα έργα είναι:

  1. Επιδιόρθωση, συντήρηση και μετατροπή του παλιού ελαιοτριβείου, σε Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.
  2. Όλα τα δρομάκια εντός της κοινότητας, έγιναν με πλακόστρωτο.
  3. Κατασκευή και εξωραϊσμός των πλατειών ΛΑΟΥΔΕ και ΚΑΨΑΛΗ.
  4. Εξωραϊσμός της κεντρικής πλατείας της κοινότητας ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΟΥΠΠΑ.
  5. Υδροδότηση του μοναστηριού της Μονής του Αγιασμάτι.
  6. Ασφαλτόστρωση των αγροτικών δρόμων.
  7. Δημιουργία του αρδευτικού τμήματος Πλατανιστάσας, με την διάνοιξη 3 νέων γεωτρήσεων και τοποθέτηση αυτομάτων συστημάτων άρδευσης.
  8. Κατασκευή του κοινοτικού πάρκου στην είσοδο της κοινότητας όπου βρίσκεται και το Μνημείο Ηρώων, που είναι αφιερωμένο στους πεσόντες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Προγραμματιζόμενα
 
  1. Κατασκευή 3 μονοπατιών της φύσης.
    Α) Μονοπάτι της φύσης που θα αρχίζει από το παλιό ελαιοτριβείο διαμέσου του φυντικοδάσους προς τις διπλές δεξαμενές.
    Β) Μονοπάτι της φύσης που θα αρχίζει από το χωριό και θα έχει κατεύθυνση προς το γειτονικό χωριό Αληθινού.
    Γ) Μονοπάτι της φύσης που θα αρχίζει από το φυντικοδάσος και θα κατευθύνεται προς την τοποθεσία Βασιλιάς.
  2.  Δημιουργία νέων κοινοτικών κτηρίων, που θα καλύπτουν τις ανάγκες του κοινοτικού συμβουλίου.
  3. Δημιουργία κοινοτικού ιατρείου, το οποίο θα ανεγερθεί σε χώρο που παραχώρησε η ΣΠΕ Πλατανιστάσας.

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΑΣΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Η Πλατανιστάσα, βρίσκεται στην καρδιά της ηρωογεννήτρας γης, της Πιτσιλιάς. Οι κάτοικοί της, γαλουχημένοι, με τα εθνικά και θρησκευτικά νάματα, από τους φλογερούς Επισκόπους της, όπως τους αείμνηστους Ιεράρχες, Κύριλλο Παπαδόπουλο, Κύριλλο Βασιλείου, Μακάριο Μυριανθέα και Κυπριανό Κυριακίδη, και τους εθναποστόλους δασκάλους της εποχής, με πρώτο τον μακαριστό Χριστόδουλο Κάνθο, τον Ευαγόρα Παπανικολάου και άλλους, έδωσαν βροντερά το παρόν τους, στους αγώνες του Έθνους και της Κύπρου. Η Πλατανιστάσα προσέφερε άνδρες πολεμιστές, στα αιματόβρεκτα πεδία της τιμής, στην πάλη του Έθνους και των ελευθέρων λαών, για ελευθερία αλύτρωτων αδελφών και ενάντια όσων ήθελαν να καθυποτάξουν λαούς, στα δικά τους αρπακτικά καθεστώτα. Συνάμα οι κάτοικοί της, προσέφεραν και χρήματα, από το υστέρημά τους, για τη μάνα Ελλάδα, όταν καλούνταν να πράξουν τούτο, από τη θρησκευτική τους ηγεσία, που ήταν μέλος της τότε, Εθναρχούσας Εκκλησίας της Κύπρου. Χωρίς δισταγμό έδιδαν ότι είχαν και δεν είχαν για τον ιερό σκοπό που τους καλούσε η ηγεσία τους. Χρυσά σταυρουδάκια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, αρραβώνες, χρυσές λίρες, όλα δίδονταν στους εράνους, στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, και μετέπειτα για τους πρόσφυγες και παθόντες στη Μικρασιατική καταστροφή, για αγορά του αεροπλάνου «ΚΥΡΗΝΕΙΑ», δώρου της Μητροπολιτικής Επαρχίας Κερύνειας στη μάνα Ελλάδα (1926-28)(2), στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην πάλη του αιμάσσοντος Έθνους, ενάντια στους ξενοκίνητους συμμορίτες (1946-1949).

Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτρεξαν αθρόοι οι τότε κάτοικοι της Πλατανιστάσας, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, στους υπέρ της ελευθερίας αγώνες, τόσον ως εθελοντές, όσον και κάτω από τη Βρετανική σημαία. Τότε η Κύπρος βρισκόταν κάτω από Βρετανική κυριαρχία (από το 1878-1959).

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δύο τέκνα της Πλατανιστάσας, που υπηρετούσαν στο Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο στάλθηκε στην Ελλάδα, οι μακαριστοί Ευστάθιος Σάββα Πασιουλής, ΑΣΜ 1974, και Μόδεστος Παπαευσταθίου, ΑΣΜ 4215, έπεσαν, ο μεν πρώτος στις 21/4/1941 και βρίσκεται θαμμένος στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Αθηνών, και ο δεύτερος στις 28/4/1941 και βρίσκεται θαμμένος στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Φαλήρου. Το αίμα τους πότισε το χώμα της μάνας Ελλάδας. Άλλος ομοχώριός μας, ο μακαριστός Παναγιώτης Τσιόλης, πέθανε βρισκόμενος, «εν διατεταγμένη αποστολή» στην Κύπρο.

Κατά τον επικό Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959, σύσσωμη η κοινότητα Πλατανιστάσας, έδωσε βροντερά το παρόν της. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της, έλαβε μέρος στον αγώνα αυτό, κάτω από το λάβαρο της θρυλικής ΕΟΚΑ και υπό την πολιτική καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ και τη στρατιωτική ηγεσία του ε.α. Συνταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού, Κύπριου στην καταγωγή (εκ Τρικώμου), Γεωργίου Θεοδώρου Γρίβα, του θρυλικού ΔΙΓΕΝΗ.

Δεν θα παραθέσουμε ονόματα, για να μην αδικήσουμε κανένα. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε αυτούς που βγήκαν στο αντάρτικο, καταζητούμενοι και «πήραν τα μονοπάτια, να βρουν τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά». Αυτοί είναι:

Ο Σάββας Παπαευσταθίου (Κομήτης), ο οποίος έδρασε ως τομεάρχης στην περιοχή Πάφου, υπό το ψευδώνυμο «Ράδος», και είχε συναγωνιστή του, μεταξύ άλλων, τον ήρωα ποιητή και μάρτυρα της αγχόνης, Ευαγόρα Παλληκαρίδη.

Ο Χαράλαμπος Ευσταθίου, με τα ψευδώνυμα «Δαίδαλος» και «Βράχος», ο οποίος υπηρέτησε στην ομάδα του Αρχηγού Διγενή, στα βουνά του Κύκκου, και υπό τις διαταγές του αγνού ήρωα, του χριστιανού αγωνιστή Μάρκου Δράκου, και

Ο Ανδρέας Χ”Νικολάου (Τζιονής), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο «Σακτούρης» και υπηρέτησε στην αρχή, στην περιοχή Πιτσιλιάς και προς το τέλος του αγώνα, στην περιοχή Μαχαιρά. Υπήρξε και συναγωνιστής του ήρωα Σάββα Ροτσίδη.

Ένας άλλος μεγάλος αριθμός των κατοίκων Πλατανιστάσας, ένεκα της δράσης του στον Απελευθερωτικό Αγώνα, σύρθηκε στα κρατητήρια, με επικεφαλής το σεβαστό ιερέα μας, μακαριστό π. Ευστάθιο Κουππά. Αυτοί προφηλακίσθηκαν, βασανίστηκαν, υπέφεραν. Όμως δεν λύγισαν, δεν πρόδωσαν.

Ένας ομοχώριός μας, ο Τάκης (Χρήστος) Μιχαήλ Πασιουλής, καταδικάστηκε 10 χρόνια φυλακή για μεταφορά βόμβας.

Στην Πλατανιστάσα, συστάθηκε και εργαστήρι κατασκευής βομβών, τύπου υδροσωλήνος, στο εργαστήριο μηχανουργίας του Αντωνίου Γεωργίου, που αν και Κακοπετρίτης, ήταν παντρεμένος στην Πλατανιστάσα. Αυτός είχε συνεργάτες, τον Πάνο Περδίκη, τον Παναγιώτη Ποντικό και τον μικρό υπάλληλό του, Αντώνη Κυρίτση.

Το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της Πλατανιστάσας, τότε εργαζόταν στο μεταλλείο Μιτσερού. Πολλοί, λόγω της εργασίας τους αυτής, υπέφεραν από την ασθένεια της πνευμονοκονίασης. Επειδή, όμως, οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στην ΕΟΚΑ, είχαν εντολή να παραμείνουν στην δουλειά τους, παρά την ασθένειά τους, για να προμηθεύουν την οργάνωση με δυναμίτες. Έτσι πειθάρχησαν στις εντολές της ΕΟΚΑ, αψηφώντας τους κινδύνους, τόσον από την πνευμονοκονίαση, όσον και από τη μεταφορά των δυναμιτών, αφού αν συλλαμβάνονταν από τους Άγγλους, επακόλουθο ήταν η καταδίκη τους, εις τον διά απαγχονισμού θάνατο. Από την πνευμονοκονίαση οι άνδρες αυτοί οδηγήθηκαν σε πρόωρο θάνατο.

Κρησφύγετα στην Πλατανιστάσα υπήρχαν στα σπίτια των:

  1. Ανδρέα Χ”Νικολάου Τζιονή.
  2. Παναγιώτη Ποντικού.
  3. Δημοσθένη Ασπρή.
  4. Σάββα Χ”Θωμά, και
  5. Κυριακούς Ευθυμίου, που ως ενεργό μέλος της ΕΟΚΑ έφερε το ψευδώνυμο «Δήμητρα».

Κατά την εκδηλωθείσα Τουρκανταρσία (1963-64), πριν να υπάρξει οργανωμένη Εθνοφρουρά, ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων Πλατανιστάσας, προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του, προς την πατρίδα, κυρίως ως ειδικοί αστυνομικοί.
Κατά τη βάρβαρη Τουρκική εισβολή (1974), εκτός από τους κληρωτούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά, όλοι οι έφεδροι της Πλατανιστάσας, έτρεξαν να καταταγούν και να μεταβούν στα πεδία των συγκρούσεων, για να αποκρούσουν τον βάρβαρο τούρκο εισβολέα. ‘Ενας από αυτούς, ο μ. Οδυσσέας Σάββα Σπετσιώτης, εκεί στα καρβουνιασμένα, από τις φωτιές, που άναψαν οι βόμβες του Αττίλα, χώματα του Πενταδάκτυλου, στο χωριό Άγιος Ερμόλαος, στις 26 Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ερμολάου, έπεσε από τουρκικά πυρά, προασπιζόμενος την ακεραιότητα της Κύπρου μας.

Στον κατάλογο των αγνοουμένων της Τουρκικής εισβολής βρίσκονται και τα ονόματα των:

  • Σάββα Χατζηκυριάκου, που καταγόταν από την Πλατανιστάσα και ήταν έγγαμος στο Ακάκι.
  • Γεωργίου Ανδρέα Χατζηκυριάκου, κατοίκου Νεαπόλεως, του οποίου ο πατέρας κατάγεται από την Πλατανιστάσα, και
  • Γιαννάκη Παστού, που κατοικούσε στη Λευκωσία και η μητέρα του κατάγεται από την Πλατανιστάσα.

Το Φρικτό δράμα των Πνευμακονιασμένων

Το ποίημα εξιστορεί την τραγική κατάσταση των μεταλλωρύχων που αναγκάζονταν για ένα κομμάτι ψωμί να «μπουν στης γης τα βάθη» θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή.  Ο ποιητής με φωνή απελπισίας περιγράφει την ασθένεια των μεταλλορύχων, την πνευμοκονίαση, που ήταν η αιτία θανάτου πολλών συγχωριανών μας.

Το ποίημα γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο, με γλώσσα απλή αλλά πλούσια σε εικόνες και συναισθήματα, παρουσιάζει το φρικτό δράμα των πνευνοκονιασμένων.

Συντάκτης: Ανδρέας Μαππούρας.
Εκδόται: Ανδρέας Κούρρης και Δημοσθένης Αθανάση εκ Πλατανιστάσσας
Τύποις «ΚΟΣΜΟΣ ΛΤΔ» Λευκωσία

Ακολουθεί το ποίημα.

Το Δράμα των Μεταλλωρύχων*

Μεγαλοδύναμε Θεέ του κόσμου Βασιλέα
στο έργον μου που άρχισα δώς μου καλήν ιδέα.
Με την δικήν σου δύναμιν ποίημαν να συντάξω
της εργατιάς τα βάσανα παντού να τα φωνάξω.
Πόν δικασμένοι για να ζιούν με το ψουμίν το ξένον
τζιαί τζιείνον κόμα κάποτε ξερόν τζιαί ποστρεμμένον.
Θα εξηγώ με την σειράν εις τους φτωχούς μου στίχους
μιαν τραγικήν κατάστασιν για τους μεταλλωρύχους
που αναγκάζουνται να μπουν μέσα στης γης τα βάθη
μήκακον τζιαί του σκούντρου μου τέτοιον κακό να πάθη.

Μέσ’ τα κατάβαθα της γης παένουν τζιαί δουλεύκουν
και σε μικρόν διάστημαν σακκατεμένοι φεύκουν.
Ούτε ψουμίν μπορούν να φαν γερά για να χορτάσουν
και την ζωήν τους κατηντούν πολλές φορές να χάσουν.
Πόσοι μες τα υπόγεια την νειότην τους εχάσαν
κι’ άλλοι εμείναν άχρηστοι κι, άλλοι εφθισιάσαν.
Εν να σας πω γιαλλόου μου τωρά με λόγια λλία
που σακκατεύτηκα τζι’ εγιώ μέσα στα μεταλλεία.
Θα ιστορήσω που ξαρχής όλα τα βάσανά μου
στα χάλια όπου βρίσκουμαι κάλιον θαμμένος νάμουν.
Το μέρος που γεννήθηκα εν η Πλατανιστάσα
όπου σαράντα χωρκανοί δεν παίρνομεν ανάσα.
Διότι εδουλεύκαμεν μέσα στα μεταλλεία
κι’ άλλοι εχάσαν την ζωήν και άλλοι την υγεία.
Δέκα χρονών εγίνηκα κι’ η ορφανιά με βρίσκει:
η μάνα που με γέννησεν έξαφνα πεθανίσκει.
Ήταν της μοίρας μου γραφτόν την μάναν μου να χάσω
και με την πίκραν την ζωήν ως τώρα να περάσω.

Ο τζιύρης μου με τον καιρόν πούδκιωξεν το μαράζι
άλλην εστεφανώθηκεν γεναίκαν να μας σάζει.
Μιαν τέχνην δεν ημπόρησα να μάθω και να ξέρω
απλός αρκάτης έμεινα κι’ ως τώρα υποφέρω.
Στα χίλια ενιακόσια έτος σαραντατρία
επήα στην Καλαβασόν κι’ έπιασα εργασία.
Όπως εμέν είχεν πολλούς τζειμέσα που δουλεύκαν
μα κάμνασιν πολλά καλά σύντομα όσ’ εφεύκαν.
Στες γαλαρίες τες βαθκειές μέσα στο μεταλλείον
κι’ αν μπης για μεροκάματον τότες εδκιούσαν λλίον.
Μέσα στην αύραν της φωτιάς χωρίς ήλιον κι’ αέραν
που την ζωήν εχάννουμουν μέραν με την ημέραν.
Έκαμα στην Καλαβασόν περίπου χρόνια δέκα
με τον καιρόν σαν άνθρωπος έπιασα τζιαί γεναίκα.
Εδούλεψα πολλήν καιρόν μεσ’ τον χαλκοπυρίτην
μακρά που το χωρίον μου και το δικόν μου σπίτιν.
Κατόπιν που βαρέθηκα επήα στο χωρκόν μου
να ζιώ με την γυναίκαν μου στο σπίτι το δικόν μου.
Τρία παιδκιά ήταν γραφτόν εγώ για ν’ αποκτήσω
κι’ είχα ανάγκην που δουλειάν για να τα συντηρήσω.
Είπα εις την Καλαβασόν δεν θα ξαναγυρίσω
κι’ επήα εις το Μιτσερόν δουλειάν για να ζητήσω.
Πάλε μεσ’ τα υπόγεια η τύχη μου με ταύραν
στα μεταλλεία του χαλκού και στης φωτιάς την αύραν.
Στον πλούτον τον υπόγειον μες τον δικόν μας τόπον
που γίνηκε πολλές φορές φονιάς φτωχών ανθρώπων.
Πόσοι μες την Σκουριώτισσαν και μέσα στην Φουκάσαν
στο Μαυροβούνιν και αλλού την νειότην τους εχάσαν.
Τζειμέσα τζεί που δούλευκα παραμονεύ’ ο χάρος
κι’ ήρχισα πάς το στήθος μου πλέον να νοιώθω βάρος.
Η βράστη και το βάσανον τζιείνου του μεταλλείου
τους πνεύμονες μου ένοιωθα σιγά σιγά να κλείουν.

Ήταν Πνευμοκονίασις μορφή πολύ μεγάλη
που νάν το πλάσμαν σίδερον πάλεν’ να το ποβκάλη.
Κι’ όπως εμέν παρρώστησα και δεν μπορώ να γιάνω
που την πνευμοκονίασιν εν εκατόν και πάνω.
Όσον κι’ αν πάσκουν οι γιατροί κουράγιον να μας δώσουν
τέτοιον καμόν εν δύσκολον να τον εξιριζώσουν.
Οκτώ ως δέκα βήματα όταν θα περπατήσω
νομίζω που την κούρασιν ότι θα ξεψυχήσω.
Κι’ αν πής η ηλικία μου χρονών σαράντα είμαι
μα η πνευμοκονίασις κατάδικον κρατεί με.
Τούν’ την αρρώστειαν εν πολλοί σήμερα που την έχουν
και θεραπείαν δεν θωρούν εις τους γιατρούς που τρέχουν.
Τζειμέσα στα υπόγεια εις την δουλειάν που ήμουν
επάθαν τριανταοκτώ ανθρώποι χωρκανοί μου.
Να πάσιν εις την εκκλησιάν διά να προσκυνήσουν
δεν έχουν τόσην αντοχήν διά να περπατήσουν.
Νέοι οκτώ πεθάνασιν μες την Πλατανιστάσαν
που την πνευμοκονίασιν την νειότην τους εχάσαν.
Πρώτος ο Κώστας Αργυρού κι’ ο Σάββας αδελφός του
που την πνευμοκονίασιν ήρτεν ο θάνατός τους.
Ένας τριανταδυό χρονών πάνω στην δύναμιν του
ποτούν’ τον μαύρον τον καμόν έχασεν την ζωήν του
Κι’ άφησεν τρία ορφανά κατάμαυρα ντυμένα
μες το χωρκόν περίλυπα και χαροκτυπημένα.
Άλλος πάς τα σαράντα του Σάββας Χατζιη Νικόλα
να παντρευτή η κόρη του έτοιμα ήταν όλα.
Ο Σάββας ο κακόμοιρος πνευμοκονιασμένος
Κυριακήν που το πρωΐν εβρέθην πεθαμμένος.
Ο κόσμος όταν έβκηκεν από την εκκλησίαν
αντί να στεφανώσουσιν εκάμασιν κηδείαν.

Ο γάμος πιόν εσκόλασεν, τα γλέντια εχαθήκαν
κι’ αντί χαρές και στέφανα τα μαύρα εντυθήκαν.
Η μέρα δεν εγύρισεν κι’ αλλόνας πεθανήσκει,
κόμα μια οικογένεια στην ορφανειάν μεινήσκει.
Οι χωρκανοί μου εν οκτώ μεσήλικοι που πήαν
κι’ όσοι ζούμεν σήμερα δεν έχουμεν ελπίδαν.
Διότι όσοι είμαστιν πνευμοκονιασμένοι
σαν τους φονιάδες μοιάζουμε κρεμμάλλαν δικασμένοι.
Και καρτερούμεν την στιγμήν ο δήμιος να φτάση
να εκτελέση την ποινήν τούν’ το κορμίν να πνάση.
Πά’ στους δικούς μας πνεύμονες εκλείσασιν οι πόροι
για ν’ αναπνεύσουμεν γερά κανένας δεν ημπόρει.
Καμιάν δουλειάν να κάμουμεν πλέον δεν ημπορούμεν
και πάντα με τ’ αλλοίμονον μέσα στον κόσμο ζιούμεν.
Δεν έχουμεν παράπονον που την Κυβέρνησίν μας
γιατί διά μας κάτι τι για την συντήρησίν μας.
Περνούμεν όλ’ οι άρωστοι με την οικονομίαν
αλλά ας επεινούσαμεν και νάχαμεν υγείαν.
Εν η ζωή μας βάσανον όποιος μας ερωτήση
κανένας δεν επέθανεν ποττέ του που την ζήση.
Τώρα ξηγά με την σειράν και κάποιος χωρκανός μου
πως ζιή τζιαί τζιείνος σαν εμέν σχεδόν κρυφά του κόσμου.

Ομιλεί ο Δημοσθένης Αθανάση εκ Πλατανιστάσας

Είμαι κι’ εγώ ένας παθών μέσα στα μεταλλεία
ν’ ακούσεται τα πάθη μου ότι σας πω εν λλία.
Χρόνους σωστούς πενηντατρείς έχω πάνω στην πλάτην
μα υγείαν που τζαιρόν ένοιωσα κι’ έχασα την.
Η τύχη μου με τράβησεν στης εργατιάς την τάξι
που τον τζιαιρόν πούμουν μικρός μόλις χρονών δεκάξη.
Από τα εικοσιεννιά πούπιασα εργασία
εις την Φουκάσαν για δουλειάν ο δυστυχής επήα.
Είχα γονιούς πολλά φτωχούς κι’ έπρεπε να δουλέψω
νάμαι στον κόσμον τίμιος κι’ όϊ να πά να κλέψω.
Αρκάτες είμαστιν πολλοί και χωρκανοί και ξένοι
και που την κάψιν του χαλκού ούλοι πομαυρισμένοι.
Αν αγαπάτε φίλοι μου χωρίς καθόλου ψέμαν
από την βράστην του χαλκού εφτύνναν ούλλοι γαίμαν.
Ήταν κι’ οι επιστάτες μας γεμάτοι μοχθηρίαν
να κάμουμεν παράπονον, αμέσως εξορίαν.
Ήταν τα χρόνια σκοτεινά την εποχήν εκείνη
τζιείχαν μας μέσα στην δουλειάν περίτου που τα κτήνη.
Πάρα πολλούς που την δουλειάν ξέρω που ξοριστήκαν,
όμως εγίνην τους καλόν πόν εσακκατευτήκαν.
Έμεινα στην Σκουριώτισσαν ως το τριανταέξη
μέσα στο μαύρον βάσανον χωρίς να πω μιαν λέξι.
Η φτώσεια με ανάγκασεν τα νειάτα μου να φάω
στο Μαυροβούνιν για δουλειάν στο μεταλλείον πάω.
Με λάμπες εδουλεύκαμεν μέσα στες γαλαρίες
κι’ ότι τραβούμεν σήμερα εν του χαλκού αιτίες.
Ολόμουζοι ετρώαμεν ψουμίν μέσα στο σπήλιον
κι’ ετύχαιννεν μερόνυχτα να μεν δούμεν τον Ήλιον.
Από το δρώμαν το πολλύν έλιωννεν το κορμίν μας
κι’ είχαμεν μες την φούκταν μας για πάντα την ζωήν μας.
Έπιαννε μας λλιοφυσιά, τα φτιά μας εβουΐζαν
εμείς εσκοτωννούμαστιν κι’ άλλοι εθησαυρίζαν.
Χρόνια οκτώ εβάσταξα σε τούν’ το μεταλλείο
και το σαραντατέσσερα ποφάσισα να φύω.
Δυο χρόνια στην Καλαβασόν πάλε στην γαλαρία
και μιαν κουβένταν πούκαμα έγινα εξορία.
Εθέλαν για να μας διούν ούλλους εργολαβίες
και για να ζιούν εις βάρος μας καμπόσοι Καρχαρίες.
Εγώ είχα αντίστασιν για την εργολαβίαν
τζι’ εδκιώξαν με που την δουλειάν χωρίς άλλην αιτίαν.
Φεύκω που την Καλαβασόν κι’ επήα στο χωρκόν μου
είχα πιον οικογένειαν και το νοικοτζυρκόν μου.
Εβάσταξα μες το χωρκόν ως το πενήντα τρία
τζι’ η τύχη μου με τράβησεν στο Μιτσερόν επήα.
Του Μιτσερού το στάδιον ήταν το τελευταίον
επάθασιν οι πνεύμονες και δεν άντεχα πλέον.
Μέχρι το πενηνταεφτά μας ακτινοσκοπήσαν
κι’ αμέσως που το Μιτσερόν πολλούς εσταματήσαν.
Περίτου που τους εκατόν ηύραν σακκατεμένους
από την αύραν του χαλκού πνευμοκονιασμένους.
Για έναν ξεροκόμματον ψουμίν για τα παιδκιά μας
αρβάλιν εγινήκασιν μέσα τα σωθικά μας.
Όταν σαπούν οι πνεύμονες πόση ζωή μεινήσκει
τέτοιαν ζωήν ο άνθρωπος κάλιον να πεθανήσκη.
Αλοί τ’ αντζιόν πόν να ραή, οι πρωτεινοί λαλούσιν,
φαίνεται το σημάδιν του όσον κι’ αν το κολλούσιν.
Κάμνω τωρά μιαν αίτησιν εις την Δημοκρατίαν
αφού στην Κύπρον δεν είδεν κανένας θεραπεία.
Που την πνευμοκονίασιν τώρα όσοι τραβούμεν
έξω όταν μας στείλουσιν ίσως θεραπευτούμεν
Κι’ αν είναι που τ’ αδύνατα τέτοιος καμός να γιάνη
είτε αργά ή γρήγορα το πλάσμαν θα πεθάνη.
Σήμερα το χωρίον μου εν μαυροφορεμένο
κι όπως τους άλλους ο φτωχός τον χάρον περιμένω.
Το μόνον που σκεφτούμαστιν και κρούζει η καρκιά μας
ότι θα μείνουν ορφανά στους δρόμους τα παιδκιά μας.
Εύχομαι εις τον Ύψιστον που της καρκιάς τα βάθη
σαν τα δικά μας βάσανα άλλος να μην τα πάθη.

Οι εταιρείες σταθερά οφείλουν να φροντίσουν
σήμερα όσοι πάσκουμεν για να μας βοηθήσουν.
Εκάμαμεν τζ’εμείς παιδκιά που θέλουν να σαστούσιν
άλλοι να μάθουν γράμματα κόρες να προιτζιστούσιν.
Κι’ αφού η μοίρα θέλησεν στον τάφον να με ρίξη
καθένας το καθήκον του πρέπει να τ’ αποδείξη.
Ας δώσουν μια βοήθειαν όλοι τους οι Κυπραίοι
κι’ εύχομαι όσ’ επάθαμεν νάναι οι τελευταίοι.
Έως εδώ αγαπητοί το ποιήμαν μου κλείω
κι’ ακούσεται τα βάσανα πούχει το μεταλλείο.

*Η ορθογραφία του ποιήματος κρατήθηκε άθικτη πλην του τονισμού.

Πιο κάτω θα δούμε αρκετά από τα ήθη και τα έθιμα που υπήρχαν στη Πλατανιστάσα, στα παλαιότερα χρόνια. Σήμερα αρκετά από αυτά δυστυχώς δεν υπάρχουν.

Έθιμα των Χριστουγέννων

Τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα παρατηρείται μεγάλη δραστηριότητα των νοικοκυρών της κοινότητας, εν όψει της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης.

Οι προετοιμασίες περιλαμβάνουν γενική καθαριότητα του σπιτιού, ξεσκονίσματα, γυαλίσματα, τακτοποίηση των επίπλων, ψήσιμο των παξιμαδιών στους φούρνους και ασπρόγιασμα των εσωτερικών τοίχων.

Από τις αρχές Δεκεμβρίου, η κοινότητα στολίζεται χριστουγεννιάτικα. Στην πλατεία του χωριού, στήνεται και στολίζεται ένας μεγάλος πεύκος, ενώ μπροστά από τα γραφεία του κοινοτικού συμβουλίου, στήνεται μια φάτνη που αναπαρασταίνει τη γέννηση του Χριστού.

Τη μέρα των Χριστουγέννων ο κόσμος πηγαίνει στην εκκλησία. Μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων (πασκάζει, στην συνηθισμένη κυπριακή διάλεκτο) και όταν βγουν από την εκκλησία ανταλλάσσουν ευχές.

Μετά όλοι πάνε στα σπίτια τους και κάθεται όλη η οικογένεια στο τραπέζι για να φάνε κοτόπουλο με σούπα αυγολέμονη ή με τραχανά (παραδοσιακό φαγητό), μέσα σ’ ένα χαρούμενο ευχάριστο οικογενειακό περιβάλλον.

Στα παλαιότερα χρόνια, την Κυριακή των Βαΐων, οι κάτοικοι της κοινότητας πήγαιναν στο πανηγύρι της Ελιάς που εγίνετο στην εκκλησία του Αγίου Μάμα στη Μόρφου και αγόραζαν μικρούς χοίρους, τους οποίους μεγάλωναν μέχρι τα Χριστούγεννα. Μεταξύ της περιόδου Χριστουγέννων και Φώτων, τους έσφαζαν και κατασκεύαζαν λούντζες και λουκάνικα. Την κοιλιά την έκαναν «παστή» και το κεφάλι με τα πόδια «Ζαλατίνα». Με το χοντρό έντερο του χοίρου έκαναν τους γνωστούς «σουβλούς». Έκοβαν το έντερο σε κομμάτια, το κρέμαζαν πάνω σε ξύλο συκαμιάς και το έβαζαν μαζί με τα λουκάνικα μέσα στην τσιμινιά (τζάκι) για να ψήνονται σιγά-σιγά. Τα υπόλοιπα κομμάτια του χοίρου, τα έψηναν και τα φύλαγαν μέσα σε «κουμνιά» (πήλινα δοχεία) μαζί με το λίπος που έλειωνε με το ψήσιμο. Μ’ αυτό τον τρόπο, είχαν απόθεμα φαγητού για αρκετό καιρό.

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά θα ετοιμάσει την Βασιλόπιττα με το τυχερό νόμισμα, η οποία θα κοπεί το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Όποιος βρει στο κομμάτι του το νόμισμα, θα είναι ο τυχερός της νέας χρονιάς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, πριν πάνε στην εκκλησία για τον εσπερινό, η νοικοκυρά ετοιμάζει το τραπέζι του Αγίου Βασίλη (για να ταΐσουν τον Άγιο Βασίλη). Στο τραπέζι βάζουν την Βασιλόπιττα, ένα πιάτο με σιτάρι, μια κανάτα με κρασί, ένα ποτήρι, ένα κερί αναμμένο και το πορτοφόλι του οικοδεσπότη, για να το ευλογήσει ο Άγιος.

Την Πρωτοχρονιά ο κόσμος θα πάει στην εκκλησία για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και μετά όταν τελειώσει και όλοι βγουν από την εκκλησία θ’ ανταλλάξουν ευχές και φιλιά.
Την πρώτη μέρα του χρόνου, βάσει των παλαιών κυπριακών εθίμων, όταν επιστρέψουν από την εκκλησία στο σπίτι τους, πρέπει να μπουν με το δεξί πόδι, για να πάνε όλα δεξιά (καλά) στη νέα χρονιά.

Στα παλαιότερα χρόνια, οι κάτοικοι του χωριού την μέρα της Πρωτοχρονιάς έπαιζαν διάφορα τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα στα καφενεία του χωριού, μέχρι το πρωί. Το έθιμο αυτό δεν ισχύει σήμερα στο χωριό.

Μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το κοινοτικό συμβούλιο διοργανώνει εκδήλωση για το κόψιμο της Βασιλόπιττας και ο Άγιος Βασίλης μοιράζει δώρα στα παιδιά.

Φώτα

Την παραμονή των Φώτων, δηλαδή στις 5 Ιανουαρίου, ο Ιερέας του χωριού γυρίζει σ’ όλα τα σπίτια και ραντίζει με Αγίασμα (καλαντίζει), συνοδευόμενος από ένα παιδί, που κρατά έναν κουβά με Αγίασμα. Οι κάτοικοι του χωριού βάζουν διάφορα νομίσματα μέσα στον κουβά, σαν δώρο για τον παπά και το παιδί.

Την ημέρα των Φώτων, οι νοικοκυρές παίρνουν στην εκκλησία καλάθια με διάφορους ξηρούς καρπούς που παράγουν, για να ευλογηθούν με την βάπτιση. Μετά από την βάπτιση, παίρνουν μαζί τους στο σπίτι τους κεριά αναμμένα, που συμβολίζουν το Άγιο Πνεύμα, για να ευλογηθεί και το σπίτι. Το μεσημέρι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν ξεροτίανα (λουκουμάδες) για να φάνε μαζί με τις οικογένειες τους. Ακολούθως ρίχνουν και στα δώματα (στέγες των σπιτιών), για να φάνε οι καλικάτζαροι και να φύγουν.

Σήκωσες

Οι σήκωσες αρχίζουν από την Κυριακή της Απόκρεω και συνεχίζονται την επόμενη Κυριακή της Τυροφάγου.
Τις δυο αυτές Κυριακές, αρκετά άτομα μασκαρεύονται και γυρίζουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια και διασκεδάζουν τον κόσμο με αστεία.

Στο νυκτερινό τραπέζι που γίνεται την Κυριακή της Τυροφάγου, δένουν ένα αυγό ψημένο και καθαρισμένο με σχοινί, το οποίο κρεμάζουν πάνω από το τραπέζι και το γυρίζουν, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι προσπαθούν να το πάρουν με το στόμα τους.

Στα παλαιότερα χρόνια, μετά το μεσημεριανό φαγητό, κρέμαζαν μέσα στο σπίτι τις «σούσες», για να «σουστούν» οι κοπέλες και να τραγουδήσουν.

Την Δευτέρα της Καθαράς, οι κάτοικοι βγαίνουν ομαδικά στα χωράφια τους, για να κόψουν την «μούττη της Σαρακοστής» τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά.

Έθιμα της Λαμπρής

Τις μέρες πριν την Λαμπρή, οι νοικοκυρές στο χωριό θα κάνουν τον γενικό καθαρισμό του σπιτιού. Μετά θα ετοιμάσουν τα παξιμάδια τους, καθώς επίσης και τις περίφημες «φλαούνες», ενώ την Μεγάλη Πέμπτη βάφουν τα κόκκινα αυγά, τα οποία θα τσουγκρίσουν μετά την Ανάσταση. Το βάψιμο το αυγών γίνεται με το Λιζάρι (ρίζες από διάφορα φυτά που υπάρχουν στη κοινότητα).

Σάββατο του Λαζάρου: Την μέρα αυτή ομάδες των δύο ατόμων, κυρίως με παιδιά του δημοτικού σχολείου, γυρίζουν όλα τα σπίτια του χωριού και ψάλουν τον «Λάζαρο». Οι οικοκυρές τους δίδουν σαν δώρο φρέσκα αυγά για να τα βάψουν, φλαούνες και χρήματα.

Κυριακή των Βαΐων: Την μέρα αυτή οι νοικοκυρές παίρνουν κλωνάρια ελιάς στην εκκλησία, για να μείνουν εκεί μέχρι την ήμερα της Πεντηκοστής, οπότε η ελιά αγιάζεται και θα την πάρουν στο σπίτι τους για το κάπνισμα. Το κάπνισμα πιστεύεται ότι διώχνει κάθε κακό και ζηλοφθονία από την οικογένεια.

Την Μεγάλη Πέμπτη, οι εικόνες του εικονοστασίου καλύπτονται με μαύρα ρούχα σε ένδειξη πένθους. Το ίδιο βράδυ στήνουν μέσα στην εκκλησία πάνω σ’ ένα τραπέζι ομοίωμα σταυρού με το Χριστό πάνω, ενώ στα δεξιά και αριστερά βάζουν ομοίωμα του αποστόλου Ιωάννη και της μητέρας του Χριστού.

Όλοι οι χωριανοί πάνε στην εκκλησία και προσκυνούν τον τίμιο σταυρό και ακούν τα 12 ευαγγέλια, για τα πάθη, την σταύρωση και το θάνατο του Χριστού.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, γίνεται ο στολισμός του επιταφίου από τις κοπέλες του χωριού. Νέες και νέοι ψάλλουν τον επιτάφιο θρήνο, ενώ τρεις κοπέλες ντυμένες μυροφόρες, ραίνουν το Χριστό με μύρα αρώματα και άνθη. Το βράδυ γίνεται η περιφορά του επιταφίου στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Σ’ όλη τη διαδρομή, οι νοικοκυρές ραντίζουν τον επιτάφιο με την μερρέχα.

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, κατά την διάρκεια της λειτουργίας και την στιγμή που ο ιερέας θα πει το «Ανάστα ο Θεός», οι πιστοί θα κτυπήσουν τους σκάμνους και τα μαύρα ρούχα που καλύπτουν τις εικόνες θα πέσουν.

Γύρω στις έντεκα το βράδυ κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, για να καλέσουν όλους τους Χριστιανούς να πάνε στην πιο χαρούμενη λειτουργία της Χριστιανοσύνης.

Απ’ έξω, στο προαύλιο της εκκλησίας, είναι αναμμένη η «Λαμπρατζιά». Τα μεσάνυχτα, ο παπάς λέει το «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός» ενώ συγχρόνως βγαίνει από την εκκλησία μαζί με τους ψάλτες για την λιτανεία. Όλος ο κόσμος ανάβει τα κεριά του και τις λαμπάδες του από το Άγιο φως της Αναστάσεως και βγαίνουν όλοι έξω. Εκεί ο ιερέας θα πει τον Καλό Λόγο και το Ευαγγέλιο ενώ όλοι μαζί ψάλλουν το Χριστός Ανέστη.

Μετά την λειτουργία της αναστάσεως, επιστρέφουν όλοι στα σπίτια τους. Εκεί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, λέγοντας τις ευχές: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ». Τρώνε τη σούπα αυγολέμονη ή τραχανά, αυγά και φλαούνες.

Την Κυριακή του Πάσχα στις 10 π.μ., γίνεται ο εσπερινός της Αγάπης. Μετά την λιτανία της εικόνας, οι πιστοί προσκυνούν. Όταν προσκυνήσουν κάνουν σειρά και εύχονται ο καθένας στον προηγούμενο το «Χριστός Ανέστη» με την απάντηση «Αληθώς Ανέστη». Ο καθένας που εύχεται δεν φεύγει, στέκεται στο τέλος της σειράς για να του ευχηθούν οι επόμενοι. Έτσι η σειρά μεγαλώνει και γεμίζει την αυλή της Εκκλησίας.

Μετά θα πάνε στα σπίτια τους και θα ψήσουν το πατροπαράδοτο «Αρνί στην σούβλα» και θα διασκεδάσουν την μεγάλη μέρα της Λαμπρής όλοι μαζί. Το απόγευμα διοργανώνονται από το κοινοτικό συμβούλιο και τα οργανωμένα σύνολα της κοινότητας διάφορες εκδηλώσεις στην πλατεία του χωριού, που περιλαμβάνουν αυγοδρομίες, σακουλοδρομίες, μαγείρισσα, γαϊδουροδρομίες και διάφορα άλλα παραδοσιακά παιγνίδια.

ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΙ

Στις 13-14 Σεπτεμβρίου, γίνεται μεγάλο πανηγύρι στη Μονή του Σταυρού του Αγιασμάτι. Της λειτουργίας προΐσταται ο Μητροπολίτης Μόρφου.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

Προξένια
Τα προξένια γίνονταν είτε με προξενητή είτε με ένα συγγενικό πρόσωπο, που μιλούσε στους γονείς της νύφης. Για να δεκτούν οι γονείς της κοπέλας, λάμβαναν υπόψιν αν ο νέος ήταν από καλή οικογένεια, αν είχε περιουσία και αν ήταν εργατικός. Αν ήταν από άλλο χωριό, πήγαιναν οι ίδιοι στο χωριό του και ρωτούσαν τους χωριανούς και τους γείτονες. Τις περισσότερες φορές δε λάμβαναν υπόψιν τη γνώμη της κοπέλας.

Λόγιασμα
Στο λόγιασμα καλούσαν πολύ στενούς συγγενείς, όπως τη νονά και το νονό της νύφης και του γαμπρού, τους θείους και τις θείες, τον παππού και τη γιαγιά, τ’ αδέλφια και από τις δυο πλευρές και τον ιερέα ή το δάσκαλο του χωριού, που θα έκαμνε το προικοσύμφωνο, το οποίο είχε νομική ισχύ. Στο προικοσύμφωνο, έγραφαν τι θα έδιναν ως προίκα στα παιδιά τους. Μετά τη διαδικασία του λογιάσματος, ακολουθούσε φαγοπότι και τραγούδι.

Αρραβώνας
Στους αρραβώνες δεν καλούσαν όλους τους χωριανούς. Στον αρραβώνα αντάλλασσαν μαντίλια και δακτυλίδια. Το σπίτι το οποίο θα έμεναν οι νεόνυμφοι, ήταν ευθύνη του πατέρα της νύμφης. Για το κτίσιμο του σπιτιού χρειαζόταν πολλή χειρωνακτική εργασία. Έπρεπε να μαζέψουν πέτρες, με τις οποίες θα έκτιζαν το σπίτι. Όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας βοηθούσαν στο κτίσιμο του σπιτιού.

Οι προετοιμασίες για το γάμο
Η πρόσκληση για το γάμο, εγίνετο 40 μέρες πριν, από τους συμπεθέρους. Τότε καλούσαν τον κόσμο προσφέροντάς του, μια «γλισταρκά» (παραδοσιακό κουλούρι).
Το Σάββατο εγίνετο το ράψιμο του κρεβατιού. Η γιορταστική ατμόσφαιρα περιλάμβανε ορχήστρα από βιολί και λαγούτο, με χορούς, τραγούδια και τσαττίσματα. Το κρεβάτι του αντρογύνου εγεμίζετο με παρθένο μαλλί από πρόβατα και το έραβαν 5 ή 7 παντρεμένες και μονοστέφανες γυναίκες. Την ώρα που έραβαν το κρεβάτι, έπαιζαν χαμηλά τα μουσικά όργανα και οι συγγενείς και οι φίλοι τραγουδούσαν δίστιχα ή τετράστιχα, κατάλληλα για την περίπτωση. Επίσης οι συγγενείς του ανδρόγυνου, επλούμιζαν το κρεβάτι.
Στη συνέχεια, οι κουμπάροι χόρευαν το χορό του κρεβατιού. Λίγο πριν ξεκινήσει ο χορός του κρεβατιού, ήταν έθιμο πάνω στο κρεβάτι να κυλούν μικρά παιδιά. Αν κυλούσαν αγόρι, πίστευαν ότι το αντρόγυνο θα έκανε πρώτα αγόρι. Αν κυλούσαν κορίτσι, θα έκαναν κορίτσι.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ράψιμο του κρεβατιού γινόταν αμέσως μετά την τέλεση του γάμου.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Την Κυριακή το πρωί, οι νοικοκυρές του χωριού έπαιρναν στο σπίτι της νύφης, κότες, μακαρόνια, αλεύρι και πατάτες και βοηθούσαν στην κατασκευή των φαγητών.

Στόλισμα της νύφης
Την Κυριακή του γάμου απόγευμα, λίγο πριν να πάρουν τον γαμπρό και την νύφη στην εκκλησία για το μυστήριο, εγίνετο το στόλισμα της νύφης στο πατρικό της σπίτι. Φορούσε το νυφικό της, την στόλιζαν, έφτιαχναν τα μαλλιά της, την έζωνε και την κάπνιζε ο πατέρας και η μητέρα της και της έδιναν τις ευχές τους.

Τη νύφη στόλιζαν πάντα οι υποψήφιες κουμπάρες (κουμέρες). Όταν την στόλιζαν της τραγουδούσαν οι συγγενείς και οι φίλες της, υπό την συνοδεία των μουσικών οργάνων (βιολιού και λαγούτου)

Ξύρισμα του γαμπρού
Το ξύρισμα του γαμπρού, γινόταν στο πατρικό του σπίτι και περιλάμβανε εκτός από το ξύρισμα, το ντύσιμο του γαμπρού στα γαμπρικά του ρούχα και τον καλλωπισμό του. Τον ξύριζε ο παρπέρης, υπό την συνοδεία βιολιού, και τον χτένιζαν οι υποψήφιοι κουμπάροι. Ο πρώτος κουμπάρος, του φορούσε το πουκάμισο και τον σάκο και τραγουδούσε κι αυτός μαζί με τους συγγενείς και φίλους τα κατάλληλα δίστιχα ή τετράστιχα.
Μετά την τέλεση του γάμου, στο δρόμο για το νέο τους σπίτι, οι γειτόνισσες έβγαιναν στο δρόμο με τη μερρέχα και το καπνιστήρι, για να ραντίσουν με ροδόσταγμα και να καπνίσουν το αντρόγυνο.
Οι νεόνυμφοι δέχονταν τα συγχαρητήρια των συγγενών και φίλων τους στο σπίτι του και ακολουθούσε μεγάλο φαγοπότι, με την συνοδεία μουσικής.

Δευτέρα του γάμου
Τη Δευτέρα το πρωί, ο κουμπάρος και η κουμέρα, γύριζαν τα σπίτια του χωριού με τη μερρέχα και καλούσαν τον κόσμο στη διασκέδαση, που θα γινόταν το βράδυ στο σπίτι των νεόνυμφων.
Μετά το φαγοπότι, το ανδρόγυνο χόρευε και οι συγγενείς πλούμιζαν το ζευγάρι, καρφιτσόνοντας πάνω στα ρούχα τους χαρτονομίσματα.

Τρίτη του γάμου
Την Τρίτη του γάμου, οι κουμπάροι γύριζαν το χωριό και μάζευαν κότες από τους χωριανούς, τις έσφαζαν, τις μαγείρευαν και μετά διασκέδαζαν.

Αντίγαμος
Την Κυριακή μετά το γάμο, οι νεόνυμφοι έπαιρναν στην εκκλησία τις λαμπάδες του γάμου και τις άναβαν. Μετά έστεκαν στην είσοδο της εκκλησία και καλούσαν τον κόσμο με την μερρέχα, στη διασκέδαση που θα γινόταν στο σπίτι τους το μεσημέρι.

Οι κάτοικοι που πήγαιναν στον αντίγαμο, πρόσφεραν μέσα σε μαντηλιές, διάφορους ξηρούς καρπούς. Έβαζαν το ζευγάρι να καθίσει πάνω στο κρεβάτι, άνοιγαν τα μαντήλια και έριχναν τους καρπούς πάνω στους νεόνυμφους. (ράντισμα του ανδρογύνου).

Η διασκέδαση συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ.

Θέλετε μερικές ημέρες χαλάρωσης στο βουνό;

Το υγιεινό ξηρό κλήμα, το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, το πλούσιο πράσινο, τα δροσερά και γάργαρα νερά, το τιτίβισμα των πουλιών και των αηδονιών, η αρχαία λαϊκή κληρονομιά, φυσικό είναι να τραβήξουν την προσοχή στους επισκέπτες για παραθερισμό και εξοχή τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πλατανιστάσα. Ο αρχαίος Βυζαντινός Ναός Σταυρός του Αγιασμάτι, η αρχαία εκκλησία του Ιωάννη του Θεολόγου, η κύρια εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και το παρεκκλήσι της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας ψηλά στο βουνό να προστατεύει την Πλατανιστάσα, οι αρχιτεκτονικής μεγάλης αξίας μύλοι που υπάρχουν στην κοινότητα, ο ελιόμυλος και ο νερόμυλος, η μοναδική πλακόστρωτη πλατεία της περιοχής με τις πανέμορφες κληματαριές, το μονοπάτι του φουντουκοδάσους, τα στενά σοκάκια με τις ανθισμένες γλάστρες στα σκαλιά και στα μπαλκόνια αλλά και την αυλή στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τις 2000 πανέμορφες βασιλιτζιές είναι μερικά από τα μοναδικά αξιοθέατα που μπορεί να θαυμάσει κάποιος περνώντας από την Πλατανιστάσα.

Εκτός απ’ όλα αυτά η ζεστή φιλοξενία τους κατοίκους να σας κεράσουν καφέ στο καφενείο. Δωρεά Wi-Fi από το Κοινοτικό Συμβούλιο και τον Ευρωαγροτικό.

Αν θέλεις πραγματικά να γνωρίσεις καλύτερα την Πλατανιστάσα και τη φύση αλλά και να εξερευνήσεις τα γραφικά δασώδη τοπία της κάνε κράτηση στους ξενώνες που ενοικιάζονται στο χώρο του Κοινοτικού Συμβουλίου με θέα την κορυφή της Μαδαρής.

Παροχές δωματίων: Κλιματισμός, ψυγείο, ηλεκτρικός βραστήρας, ηλεκτρικό μπρίκι για καφέ, τραπεζαρία με 4 καρέκλες 2 ντιβάνια, κομοδίνα, ερμάρι, ντους, βεράντα με θέα το βουνό. (Τα κατοικίδια δεν επιτρέπονται).

Σε μικρή απόσταση από τους ξενώνες υπάρχει εστιατόριο, καφενείο παραδοσιακό αλλαντοποιείο και χώρος στάθμευσης.

Χρήσιμα τηλέφωνα
Τηλέφωνο Κοινοτικού Συμβουλίου: 22652090
Τηλέφωνο εστιατορίου για παραγγελίες για φαγητό: 22652571
Τηλέφωνο αλλαντοποιείου για τις αγορές σας: 99643761

Βασιλιάς: Περιοχή στο κέντρο του χωριού που ανήκε για κάποιο διάστημα στα κτήματα των βασιλικών ιδιοκτησιών και υπήρχε εξοχικό παλάτι της βασιλικής οικογένειας. Το 1474 δόθηκε στο Γεώργιο Κονταρίνι, Κόμητα της Γιάφας.

Βίκλα (βίγλα = παρατηρητήριο): Στα νοτιοδυτικά του χωριού. Ύψωμα από το οποίο ο βιγλάτορας – παρατηρητής πρόσεχε τις κινήσεις παρείσακτων στην περιοχή των βασιλικών κτημάτων.

Λουβαράς (= τόπος υδάτων): Στο κέντρο του χωριού, προς το Νότο. Από το μέρος αυτό υδρεύετο το βασιλικό ανάκτορο και τα βασιλικά κτήματα.

Κλάδος του Ρουσιά: Στη βόρεια άκρη του χωριού είναι μια βαλανιδιά – ένα απομεινάρι θεόρατης βαλανιδιάς που ήθελε 6 άτομα να την αγκαλιάσουν και που βρισκόταν εκεί που ήταν τα κτήματα του ευγενή Bernard De Riosser διάσημου Ναυάρχου επί της βασιλείας της Καρλόττας.

Κατωφύδι (= καταφύγιο): Μια πυκνόφυτη περιοχή στα νότια του χωριού, γεμάτη από βάτους και βαλανιδιές, όπως σε χρόνια δύσκολα, σε διωγμούς, κατέφευγαν οι κάτοικοι, κυρίως τα γυναικόπαιδα για να προστατευτούν από τη μανία των κατακτητών του νησιού μας.

Βρύση της Ζιντήλας: (Ζιντήλης – επώνυμο κατά τη Φραγκοκρατία). Μια περιοχή 4 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού, όπου σε περιόδους επιδημιών, κατέφευγαν κάτοικοι του χωριού Πλατανιστάσα και ίδρυσαν και μικρό οικισμό.

Γουνάρι – Βουνάρι: Η νότια συνοικία του χωριού, σκαρφαλωμένη στο μικρό βουνό, που υψώνεται σαν στέμμα πάνω από το χωριό.

Λαουδέ: Η βόρεια συνοικία του χωριού. Εκεί κατέφευγαν οι λαγοί που εξορμούσαν στα περιβόλια του χωριού τη νύκτα για βοσκή.

Φεδτιάρη – Φεδιάρης: Τοποθεσία διάσωσης, τα παλιά χρόνια ανατολικά του «Κατωφυδιού, όπου μέσον αυτού διέφευγαν προς απρόσιτα μέρη, όσοι πρόχειρα κατέφευγαν για να σωθούν στο «Κατωφύδι».

Πέρβα: Περιοχή με τα καλύτερα περιβόλια του χωριού. Σημαίνει μεγάλο περιβόλι.

Κουντούρι: Μικρό περιβόλι.

Πεζούλα: – Ύψωμα στο Νοτιοανατολικό άκρο του χωριού – όπως πεζούλι. Είναι μικρός χαμηλός τοίχος από πέτρα – Πεζούλα είναι ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος που χωρίζει την Πλατανιστάσα από το Φτερικούδι.

Ρόβατος: Περιοχή νότια του χωριού, όπου υπήρχαν υπέροχοι αμπελώνες που έκαναν τσιαμπιά με μεγάλες ρόγες (ρόβες).

Ρους: Κίνηση του νερού, ροή, ρεύμα. Τοποθεσία στα βορειοδυτικά του χωριού.

Διοσμάτης: = Διός μάτι. Τοποθεσία στην περιοχή της Βυζαντινής Μονής του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι. Στην περιοχή αυτή κατά τα π.Χ. χρόνια υπήρχαν μεταλλεία. Την αποκλειστική επεξεργασία των μετάλλων την είχαν τότε οι Ιερείς του Δία. Τα βουνά πάνω από το Ιερό του Δία – η Εφτάμουτη – με τα κατάλοιπα των μεταλλείων (αερικούς λάκκους – Διαμάντι – που και σήμερα έχουν τα τοπωνύμια αυτά) είναι τόποι ανεμόδαρτοι και οι κεραυνοί σύνηθες φαινόμενο. Τα περισσότερα πεύκα είναι αυλακωμένα με χαρακιές των κεραυνών. Οι κάτοικοι βλέποντας τους κεραυνούς να κτυπούν αλύπητα το μέρος αυτό, του έδωσαν το όνομα «Διοσμάτι» – Διός μάτι.

Συκιά του Διοσμάτι: Τοποθεσία στα βόρεια της Μονής του Αγιασμάτι, στο δρόμο που οδηγεί προς τη Λευκωσία.

Παναγιά: Περιοχή στο βόρειο άκρο της περιοχής Πλατανιστάσας, όπου ήταν μετόχι της Ιεράς Μονής του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι με εκκλησία της Παναγίας.

Μύλος: Περιοχή που βρίσκεται ενάμισι χιλιόμετρο βόρεια του χωριού, όπου υπάρχει καλά διατηρημένος νερόμυλος, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν η κύρια πηγή παραγωγής αλευριού και πουργουριού για όλα τα γύρω χωριά. Με καλή θέληση και συνεργασία, μπορεί να γίνει αναπαλαίωση του νερόμυλου και να γίνει πόλος έλξης ντόπιων και ξένων περιηγητών.

Περάτηδες: Τοποθεσία λίγες εκατοντάδες μέτρα νοτιοδυτικά του νερόμυλου, εκεί που ενώνεται το ρεύμα των δύο ποταμών που ρέουν από την περιοχή Άλωνας-Πλατανιστάσας, ο ένας και Πολυστύπου, Λειβαδιών-Αληθινού, ο άλλος. Εκεί υπήρχε συνοικισμός και κατά τα π.Χ. έτη και κατά τα μ.Χ. έτη. Η περιοχή καλείται και Διποτάμια.

Καρκά του Σταυρού: Περιοχή ένα χιλιόμετρο βόρεια του πιο πάνω νερόμυλου, που ήταν κτήμα της Μονής του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι.

Χαρκοκόλυμπος: Περιοχή κοντά στο νερόμυλο, στα βόρειά του, όπου υπάρχει στην κοίτη του ποταμού Κόλυμπος από πέτρες του ποταμού. Ολόχρονα είναι γεμάτος από νερό και πριν λίγες δεκαετίες, πριν από κάθε γάμο, πήγαιναν εκεί οι κοπέλες του χωριού, με πανέρια γεμάτα με τα προικιά της νύφης και τα μαλλιά για το νυφικό κρεβάτι , τα έπλεναν και με τραγούδια τα έφερναν στο σπίτι της νύφης.

Άσπρη: Περιοχή δύο χιλιόμετρα, πριν από τη Μονή του Σταυρού του Αγιασμάτι, με λίγα περιβόλια και κατάλοιπα μικρού οικισμού.

Μάραθος: Περιοχή δύο χιλιόμετρα, βορειοδυτικά του Σταυρού του Αγιασμάτι. Παλιός οικισμός βοσκών, στην καρδιά του δάσους, με κατάλοιπα ερειπωμένης εκκλησίας.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Κοινοτικό Συμβούλιο 22652090
Σάββας Μέντζης (Κοινοτάρχης) 99698186
Γραμματέας Κοινοτικού Συμβουλίου 99766699
Κοινοτική Βιβλιοθήκη 22652090
Κοινοτικό Ιατρείο 22652725
Κοινοτικό Κέντρο 22652499
Αστυνομικός Σταθμός Παλαιχωρίου 22816655
Δασικός Σταθμός Παναγιάς 22824366
Ταχυδρομείο 99514179
Παπά Γεώργιος Κούρρης (Ιερέας) 99677216
Ξεναγός Σταυρού του Αγιασμάτι 99677216
Αθλητικό Σωματείο «Αχιλλέας» 22652571
Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα (ΑΤΜ) στον πυρήνα του χωριού

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ

ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

ΒΙΝΤΕΟ

© Copyright 2024 - Πλατανιστάσα / Designed & Developed by NETinfo Plc